- τσίνορο
- [циноро] ουσ. о. ресница
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσίνορο — και τσίνουρο, το, Ν βλ. τσύνορο … Dictionary of Greek
τσύνορο — και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματό κλαδο*, ματό… … Dictionary of Greek